Αλμάτι

Αλμάτι
(Almaty). Πόλη (1.129.400 κάτ. το 1999) της Δημοκρατίας του Καζακστάν, πρωτεύουσα του κράτους έως το 1997 και της ομώνυμης επαρχίας (223.900 τ. χλμ., 1.614.800 κάτ. το 1999). Είναι χτισμένη στους βόρειους πρόποδες του Τρανσιλί Άλα-Τάου και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει το Τουρκεστάν με τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο στο Νοβοσιμπίρσκ (Τουρκ-Σιμπ). Αποτελεί εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, ενώ είναι επίσης έδρα πανεπιστημίου και άλλων ιδρυμάτων. Την ίδρυσε το 1854 ο τσάρος Νικόλαος A’ ως έδρα φρουράς με το όνομα Βιέρνι, που διατηρήθηκε έως το έτος 1927. Στις 22 Δεκεμβρίου 1991 οι πρόεδροι 11 δημοκρατιών της ΕΣΣΔ υπέγραψαν στο Α. την πράξη διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1997 η πρωτεύουσα του κράτους μεταφέρθηκε στην Αστάνα. Το κτίριο της Όπερας στην Αλμάτι, πρωτεύουσα μέχρι το 1997 του Καζακστάν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἅλματι — ἅλμα spring neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • AMPHIALUS — Phaeacensis, saltu praestans. Homer. Od. 8. v. 128. Ἅλματι δ᾿ Α᾿μφίαλος πάντων πζοφερέςτερος ἦεν. Item, Neoptolemi sil. ex Andromacha. Hygin. Fab. 123 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • Άλμα Άτα — Παλαιότερη ονομασία της προηγούμενης πρωτεύουσας του Καζακστάν, Αλμάτι (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • ἄλμαθ' — ἄλματα , ἄλμα neut nom/voc/acc pl ἄλματι , ἄλμα neut dat sg ἄλματε , ἄλμα neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλμαθ' — ἅλματα , ἅλμα spring neut nom/voc/acc pl ἅλματι , ἅλμα spring neut dat sg ἅλματε , ἅλμα spring neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”